Formula 1: Η εξέλιξη των ελαστικών, από το καουτσούκ των 50s μέχρι σήμερα (Video)
Με αφορμή τη μεγέθυνση των ελαστικών της Formula 1 το 2022 στις 18 ίντσες, κάνουμε μια αναδρομή στην εντυπωσιακή εξέλιξή τους στις επτά δεκαετίες του σπορ.
Μία από τις διαφημίσεις της Pirelli στο παρελθόν απεικόνιζε τον κορυφαίο δρομέα του στίβου Carl Lewis έτοιμο να πάρει εκκίνηση στον αγώνα των 100 μέτρων φορώντας αντί για αθλητικά παπούτσια, ένα ζευγάρι κόκκινες γόβες. Το σύνθημα της διαφήμισης ήταν πως «η δύναμη είναι τίποτα χωρίς τον έλεγχο».
Κι αυτό, άλλωστε, το είδαμε και στο φετινό φινάλε του Άμπου Ντάμπι: ο Lewis Hamilton με φθαρμένα σκληρά ελαστικά έμοιαζε στον τελευταίο γύρο να έχει γόβες και ο Max Verstappen με φρέσκια, μαλακή γόμα (μετά το τελευταίο του pit-stop) παπούτσια στίβου με καρφιά.
BUY NOW
Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 2010 η F1 είχε διαφορετικούς κατασκευαστές ελαστικών. Όμως για την εξέλιξή τους, δηλαδή για την προσαρμιγή τους στα δεδομένα του δικού της μονοθεσίου, κάθε ομάδα επιδίδονταν σε λυσσαλέες δοκιμές - με αποτέλεσμα να χάνεται ο έλεγχος του κόστους.
Έτσι, η FIA αποφάσισε να επιτρέψει την προμήθεια ελαστικών στις ομάδες από μόνο έναν κατασκευαστή ελαστικών -που αρχικά ήταν η Bridgestone, και έπειτα η Pirelli- που θα παρέχει ακριβώς τα ίδια ελαστικά σε όλες τις ομάδες. Οι τελευταίες θα έπρεπε να βρουν τον τρόπο να προσαρμόσουν εκείνες το μονοθέσιό τους σε αυτά, και όχι πλέον το αντίθετο.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η εξέλιξη της γόμας σταμάτησε. Για την ακρίβεια, το 2022 θα είναι ένα έτος μετάβασης στη νέα γενιά ελαστικών, δεδομένου ότι το μέγεθος των ζαντών των μονοθεσίων θα αυξηθεί από τις 13 στις 18 ίντσες. Την αλλαγή αυτή επιθυμούσε η ίδια η Pirelli, ώστε τα ελαστικά της στη F1 να σχετίζονται με εκείνα που διαθέτει στο εμπόριο - ειδικά τα χαμηλού προφίλ, που εφαρμόζουν σε ζάντες 17'' και πάνω.
Εν αναμονή των νέων ελαστικών του 2022, λοιπόν, ας κάνουμε μια αναδρομή -με τη βοήθεια του παρακάτω video- στην πορεία της εξέλιξής τους στα βάθη των επτά δεκαετιών της επαγγεματικής F1.
Την πρώτη οκταετία, κατασκευασμένα από φυσικό καουτσούκ και βαμβάκι τα ελαστικά των μονοθεσίων δεν διέφεραν σχεδόν σε τίποτα από τα ελαστικά ενός σύγχρονου mountain bike. Με την έλευση της Dunlop το 1958 δημιουργήθηκαν τα πρώτα επαγγελματικά αγωνιστικά ελαστικά, με νάιλον στη θέση του βαμβακιού, και βάρος μικρότερο κατά 5,5 κιλά (το καθένα).
Το 1971 τα ελαστικά αποχωρίστηκαν τις αυλακώσεις στην επιφάνειά τους, με την εμφάνιση των πρώτων slicks, που εισήγαγε η επί δεκαετίες πρωταγωνίστρια στο σπορ Goodyear. Ήταν ένα τεράστιο άλμα πρόσφυσης, που έκανε αμέσως τα μονοθέσια ταχύτερα κατά περίπου 3 δευτερόλεπτα στο γύρο.
Προς τα τέλη του αιώνα, όμως, αυτό άλλαξε: η FIA επανέφερε το 1997 τις αυλακώσεις επειδή ο σκοπός της ήταν ο αντίθετος: ήθελε να μειώσει την πρόσφυση των μονοθεσίων. Λόγω της αεροδυναμικής εξέλιξής τους, κυρίως, η ταχύτητα είχε αρχίσει να φεύγει από τον έλεγχο.
Ο βασικός τρόπος να μειώσει την ταχύτητα ήταν να μειώσει την πρόσφυση των ελαστικών, και κατά συνέπεια την επιφάνειά τους που εφάπτονταν με το έδαφος. Αν μείωνε απλώς το πλάτος τους θα είχε το αντίθετο αποτέλεσμα διότι τα μικρότερα σε πλάτος ελαστικά θα ήταν ακόμα πιο ευεργετικά για την αεροδυναμική. Με δεδομένο ότι κάθε ελαστικό της F1 προκαλεί αεροδυναμική αντίσταση αντίστοιχη με ενός αυτοκινήτου hatchback, γίνεται εύκολα κατανοητό το σκεπτικό της FIA.
Και φτάσαμε, έτσι, στην απόφαση της προμήθειας ελαστικών από έναν μόνο κατασκευαστή. Με αυτό το δεδομένο, τα ελαστικά μπορούσαν και πάλι να αποχωριστούν τις αυλακώσεις, να επιστρέψουν τα slicks, διότι η FIA μπορούσε πλέον -στη συμφωνία της με τον μοναδικό προμηθευτή- να ελέγξει ακριβώς την πρόσφυση που τα ελαστικά θα παρήγαγαν.
Έτσι, από την Pirelli δεν ζητείται σήμερα να κατασκευάσει την πιο ανθεκτική και την ταχύτερη γόμα που μπορεί. Η F1 της ζητά να σχεδιάζει τα ελαστικά με τρόπο που θα έχει καθοριστική συμβολή στο θέαμα. Έτσι, τα τελευταία χρόνια έχουμε πέντε διαφορετικές γόμες, C1 ως C5, εκ των οποίων επιλέγονται τρεις για όλες τις ομάδες σε κάθε GP.
Η διαφορά ταχύτητας μεταξύ των τύπων γόμας είναι περίπου μισό δευτερόλεπτο σε έναν μέσου μήκους γύρο, και αυτό σε συνδυασμό με τη διαφορά της ανθεκτικότητας κάθε τύπου ελαστικών δίνει στα Grand Prix το απρόβλεπτο στοιχείο της διαφορετικής στρατηγικής κάθε ομάδας.