Φοβούμενοι πως θα τεθούν αντιμέτωποι με τσουχτερά πρόστιμα, ορισμένοι οδηγοί αρνούνται να υποβληθούν σε αλκοτέστ. Ποιες είναι, όμως, οι συνέπειες από αυτή την επιλογή τους;
Σημαντικές είναι οι προσπάθειες που καταβάλει τα τελευταία χρόνια η Τροχαία για την αντιμετώπισης της οδήγησης υπό την επήρεια αλκοόλ.
Όλοι μας, λίγο έως πολύ, έχουμε γίνει αποδέκτες ενός σήματος των αστυνομικών προκειμένου να ακινητοποιήσουμε το όχημα και στη συνέχεια να φυσήξουμε στο ειδικό στόμιο του αλκοολόμετρου ώστε να εξακριβωθεί αν… τα έχουμε τσούξει λίγο παραπάνω.
BUY NOW
Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιοι (ευτυχώς ελάχιστοι) οδηγοί που -γνωρίζοντας ότι έχουν υπερβεί κάθε μέτρο - αρνούνται να υποβληθούν στον έλεγχο, μιας και θεωρούν πως με αυτό τον τρόπο θα γλιτώσουν τα τσουχτερά πρόστιμα.
Στην πραγματικότητα, όμως, «φλερτάρουν» με ιδιαίτερα αυστηρές ποινές, που μπορούν να αποδειχθούν εξουθενωτικές.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (ΚΟΚ) και συγκεκριμένα όπως ορίζει η παράγραφος 6 του Άρθρο 42, “Οδήγηση υπό την επίδραση οινοπνεύματος, φαρμάκων ή τοξικών ουσιών”, όποιος αρνείται να υποβληθεί σε έλεγχο για τη διαπίστωση ύπαρξης στον οργανισμό του οινοπνεύματος, είτε δια αιμοληψίας είτε με τη χρήση συσκευής αλκοολομέτρου, τεκμαίρεται ότι η συγκέντρωση οινοπνεύματος στο αίμα του είναι άνω του 1,10 γρ./λτ. σύμφωνα με τη μέθοδο της αιμοληψίας (ή άνω των 0,60 χλστ. του γραμμαρίου ανά λίτρο εισπνεόμενου αέρα).
Δείτε επίσης: Αλκοόλ και οδήγηση - Ποια είναι τα πρόστιμα;
Επομένως, τίθεται αυτομάτως αντιμέτωπος με φυλάκιση τουλάχιστον δύο μηνών, διοικητικό πρόστιμο 1.200 ευρώ και με αφαίρεση, επιτόπου, της άδειας οδήγησης για 180 ημέρες.
Υπενθυμίζουμε ότι η οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ αποτελεί μια από τις συχνότερες αιτίες πρόκλησης τροχαίων ατυχημάτων, μιας και μειώνει τα αντανακλαστικά του οδηγού και διαταράσσει την ψυχοπνευματική του κατάσταση.
Διαβάστε επίσης: