Πιάστηκε να πηγαίνει με 306 χλμ./ώρα και αθωώθηκε -Ποιος ήταν ο απίστευτος λόγος
Αν και το κοντέρ του αυτοκινήτου του «έγραψε» πάνω από 300 χλμ./ώρα σε δημόσιο δρόμο και η ταχύτητα καταγράφηκε από ραντάρ ταχύτητας, ο οδηγός τελικά δεν γνώρισε τις συνέπειες του νόμου.
Η υπέρβαση του ορίου ταχύτητας συγκαταλέγεται στις πιο επικίνδυνες παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, και ως εκ τούτου επισύρει αυστηρές ποινές. Αυτές, ωστόσο, δεν εφαρμόστηκαν για έναν οδηγό ο οποίος κινήθηκε με «εγκληματική» ταχύτητα σε δημόσιο δρόμο.
Σύμφωνα και με βελγικά δημοσιεύματα ένας «δαίμονας της ταχύτητας», πριν από σχεδόν μια 2ετία, αποφάσισε να ανακαλύψει την μέγιστη ταχύτητα που μπορεί να επιτύχει με το αυτοκίνητο του σε δημόσιο δρόμο και επέλεξε ένα τμήμα του βελγικού αυτοκινητόδρομο E 313 που βρίσκεται κοντά στη Λιέγη.
BUY NOW
Με όριο στους αυτοκινητόδρομους του Βελγίου τα 120 χλμ./ώρα και έχοντας αναπτύξει ιλιγγιώδη ταχύτητα, το αυτοκίνητο πέρασε μπροστά από το ραντάρ, το οποίο λειτούργησε κανονικά. Ωστόσο ο οδηγός του αυτοκινήτου, δεν χρεώθηκε κάποια παράβαση.
Ο λόγος που ο οδηγός του αυτοκινήτου δεν έλαβε ούτε μία κλήση από την βελγική αστυνομία εντοπίζεται σε μια «τρύπα» που υπάρχει στη σχετική νομοθεσία αναφορικά με το καλιμπράρισμα και τη λειτουργία των συγκεκριμένων ραντάρ ταχύτητας.
Ειδικότερα τα κινητά ραντάρ ταχύτητας Redflex NK7 που χρησιμοποιούνται από τους Βέλγους έχουν ρυθμιστεί να καταγράφουν παραβάσεις του ορίου ταχύτητας έως και τα 300 χλμ./ώρα. Σύμφωνα με τις βελγικές αρχές ο οδηγός του αυτοκινήτου κινούνταν την ώρα που πέρασε μπροστά από το ραντάρ με 306 χλμ./ώρα.
Και ενώ η παραπάνω ταχύτητα καταγράφηκε στην οθόνη του ραντάρ, ως ταχύτητα άνω των 300 χλμ./ώρα, το σύστημα που κάνει τη λήψη της σχετικής φωτογραφίας δεν λειτούργησε αφού έχει ρυθμιστεί να το κάνει έως και τα 300 χλμ./ώρα, σύμφωνα και με το νόμο.
Έτσι, χωρίς την απαραίτητη φωτογραφία, οι αρχές δεν είχαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο ως προς το αυτοκίνητο που πέρασε μπροστά από το ραντάρ ταχύτητας και έτσι δεν μπόρεσαν να βρουν ούτε τον οδηγό του, ο οποίος παραμένει άγνωστος ακόμη και σήμερα, δύο περίπου χρόνια μετά το συμβάν.