Η παραβίαση του Stop επιφέρει βαρύ και «πολυεπίπεδο» πρόστιμο στον παραβάτη λόγω υψηλής επικινδυνότητας. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις απαλλαγής έπειτα από τροχαίο ατύχημα που προέκυψε λόγω παραβίασης του Stop.
H παραβίαση του Stop μαζί με εκείνη του ερυθρού σηματοδότη είναι δύο από τις πλέον επικίνδυνες παραβάσεις τόσο για τον ίδιο τον οδηγό που τις διαπράττει όσο φυσικά και για τους υπόλοιπους χρήστες του δρόμου που τυχαίνει να «διασταυρώσουν» την πορεία τους με αυτόν κατά τη διάπραξη του εντός και εκτός εισαγωγικών εγκλήματος.
Η πινακίδα Stop υποχρεώνει τον εκάστοτε οδηγό να διακόψει εντελώς την πορεία του σε μια διασταύρωση και έπειτα, εφόσον βεβαιωθεί ότι ο δρόμος που έχει προτεραιότητα είναι ελεύθερος, να περάσει.
BUY NOW
Σε αυτή την περίπτωση «ελεύθερος» θεωρείται ένας δρόμος, όταν τα οχήματα που κινούνται σε αυτόν και έχουν προτεραιότητα βρίσκονται τόσο μακριά από το δρόμο με την πινακίδα Stop, ώστε με το επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας να μην προλαβαίνουν να φτάσουν σε αυτόν, ενώ την ίδια στιγμή ο οδηγός που έχει πινακίδα Stop στην πορεία του, να προλαβαίνει να μπει στην οδό ή να περάσει απέναντι.
Η υψηλή επικινδυνότητα της παραβίασης του Stop είναι και ο λόγος που ο νόμος είναι ιδιαίτερα αυστηρός προς τους παραβάτες, οι οποίοι καλούνται να πληρώσουν πρόστιμο ύψους 700 ευρώ, ενώ ταυτόχρονα τους αφαιρείται και η άδεια οδήγησης αλλά και οι πινακίδες κυκλοφορίας του οχήματος για 20 ημέρες -ίδιο χρηματικό πρόστιμο για τον ερυθρό σηματοδότη, αφαίρεση πινακίδων για 20 ημέρες αλλά αφαίρεση άδειας κυκλοφορίας για 60 ημέρες.
Υπάρχουν ωστόσο περιπτώσεις όπου ο οδηγός, ακόμη και σε περίπτωση ατυχήματος που εκ πρώτης όψεως οφείλεται σε παραβίαση της πινακίδας Stop μπορεί να απαλλαχθεί από τη συγκεκριμένη κατηγορία υπό κάποιες προϋποθέσεις, τουλάχιστον εν μέρει.
Λέμε φαινομενική παραβίαση του Stop από κάποιον οδηγό γιατί αυτή μπορεί να οφείλεται για παράδειγμα σε όχημα ή οχήματα που έχουν παρκάρει πολύ κοντά στη διασταύρωση με την πινακίδα Stop. Το εν λόγω όχημα παρεμποδίζει την ορατότητα του οδηγού που βρίσκεται στο δρόμο με το Stop, με αποτέλεσμα αυτός ακόμη και αν έχει τηρήσει τον ΚΟΚ να προκαλέσει ατύχημα αφού θα πρέπει σταδιακά «με σύνεση και προσοχή» να βγει στο δρόμο για να ελέγξει την κυκλοφορία.
Η πρόκληση του ατυχήματος οφείλεται επίσης και στην περιορισμένη ορατότητα του οδηγού εκείνου που βρίσκεται στο δρόμο που έχει προτεραιότητα, με τον περιορισμό να προκαλείται επίσης από το αυτοκίνητο ή τα αυτοκίνητα που έχουν παρκάρει πολύ κοντά στην πινακίδα Stop.
Να σημειωθεί εδώ ότι σύμφωνα με τον ΚΟΚ, η στάση και η στάθμευση οχημάτων απαγορεύεται σε απόσταση μικρότερη από είκοσι μέτρα από φωτεινούς σηματοδότες και δώδεκα μέτρα από πινακίδες υποχρεωτικής διακοπής πορείας (Stop), αλλά και σε θέση, στην οποία το όχημα κρύβει από τους χρήστες της οδού τη θέα των πινακίδων σήμανσης και των σηματοδοτών.
Στην περίπτωση αδυναμίας ελέγχου της κίνησης σε δρόμο με προτεραιότητα, δικαστικές αποφάσεις στο παρελθόν έχουν απαλλάξει, τουλάχιστον εν μέρει, οδηγό που προκάλεσε ατύχημα. Επίσης, το Ανώτατο πολιτικό δικαστήριο στην Ελλάδα έχει κρίνει ότι η παραβίαση του Stop από μόνη της δεν είναι αρκετή για την καταδίκη, αλλά απαιτείται να υπάρχει η δυνατότητα πρόβλεψης και αποφυγής και από τον οδηγό που βρίσκεται σε δρόμο με προτεραιότητα. Θα πρέπει δηλαδή και αυτός να βρίσκεται σε εγρήγορση και φυσικά να τηρεί κατά γράμμα τα όρια ταχύτητας.
Οπότε ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση και συνθήκη ένας οδηγός που προκάλεσε ατύχημα βγαίνοντας από δρόμο με πινακίδα Stop μπορεί να απαλλαγεί. Οι περιπτώσεις αυτές ωστόσο είναι εξαιρετικά περιορισμένες και η καθεμιά είναι μοναδική.
Όπως και να έχει η εσκεμμένη παραβίαση του Stop χωρίς μάλιστα τη σύνεση και την προσοχή που απαιτείται από την πλευρά του οδηγού, δεν είναι μόνο παράνομη αλλά και εγκληματική, για αυτό και τονίζουμε ότι θα πρέπει να επιδεικνύεται ιδιαίτερη προσοχή από τον οδηγό που κινείται σε δρόμο με Stop.