Tο βρετανικό off-roader για πρώτη φορά στην ιστορία του ανασχεδιάστηκε εν λευκώ στην καινούρια γενιά του 2020 - με τεχνολογία που ξεκινά με υβριδικές και ηλεκτρικές εκδόσεις, καθώς η Land Rover οραματίζεται στο απότερο μέλλον το πέρασμα στις κυψέλες υδρογόνου.
Τα προβλήματα της μεταπολεμικής Βρετανίας, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940, ήταν αμέτρητα για τη Rover. Το νησί, όπως και σχεδόν όλη η Ευρώπη, είχε μετατραπεί σε μια απέραντη ερειπωμένη ήπειρο και ανάμεσα στα χαλάσματα του β' παγκοσμίου πολέμου η ζήτηση των πολυτελών αυτοκινήτων είχε, φυσικά, εκμηδενιστεί. Το Ηνωμένο Βασίλειο, για την αναγέννησή του, ματαίως αναζητούσε αποθέματα χάλυβα - το ατσάλι βρισκόταν σε εκτεταμένη έλλειψη.
Η Rover χρειαζόταν να προσαρμοστεί στους καιρούς, ή να αφανιστεί. Κάτι στο οποίο μπορούσε να βασιστεί ήταν η παραγωγή αλουμινίου, που υπήρχε σε πλεόνασμα στη Βρετανία μετά τη λήξη του πολέμου, και το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή αμαξωμάτων.
BUY NOW
Τότε, οι αδελφοί Spencer και Maurice Wilks, πρωτεργάτες της αναδόμησης της Rover στο μεσοπόλεμο, αποφάσισαν να ακολουθήσουν το δρόμο που είχε ανοίξει το Jeep Willys, το τετρακίνητο σύμβολο όλων των αμερικανικών πολεμικών επιχειρήσεων, που χρησιμοποιούσε ακόμα και ο Στρατηγός Αϊζενχάουερ.
Έτσι, επινόησαν το Land Rover, το 1948. Ήταν ένα τετρακίνητο ημιφορτηγό με ατσάλινο σασί και αλουμινένιο αμάξωμα, κυρίως για αργοτική χρήση - δεδομένης της ζήτησης αυτών για την ανασυγκρότηση της διατροφικής αλυσίδας της Ευρώπης μετά τον πόλεμο. Οι αδελφοί Wilks το διαφήμιζαν ως ένα «όχημα παντός σκοπού», και μπορούσε κανείς να επιλέξει ανάμεσα σε εκδόσεις που διέφεραν σε μεταξόνιο, αριθμό θυρών και τύπο αμαξώματος. Κόστιζε 450 λίρες, που αναλογεί σε περίπου 16.000 λίτρες σήμερα.
Τότε ήταν γνωστό απλώς ως «Land Rover». Πολλά χρόνια μετά, όταν ήρθαν οι επόμενες αναβαθμίσεις του, το αυτοκίνητο του 1948 απέκτησε την ονομασία Land Rover Series I. Η πρώτη φορά που πήρε την ονομασία Defender ήταν το 1990 - μια ονομασία που το δόθηκε για να αποδωθεί φόρος τιμής στους Βρετανούς στρατιώτες που αμύνθηκαν από τη γερμανικής εισβολή στη μάχη της Αγγλίας κατά τον β' παγκόσμιο πόλεμο.
Όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε θρύλο της αυτοκινητικής ιστορίας, κανείς τον καιρό της παραγωγής του δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο μεγάλο και σπουδαίο αποτύπωμα θα άφηνε τις επόμενε δεκαετίες. Η φήμη της εκτός δρόμου ικανότητάς του, την ανθεκτικότητας και της αξιοπιστίας του, ταξίδεψε γρήγορα.
Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαίο ότι μετά την κατασκευή του πρώτου Land Rover το 1948 στο εργοστάσιο του Solihull, το ίδιο ακριβώς αυτοκίνητο -προσαρμοζόμενο στην πορεία στις νέες τεχνολογίες- θα συνέχιζε να παράγεται μέχρι και το 2016!
Η εξέλιξη του Defender στο πέρασμα των δεκαετιών
Μετά το πρώτο Land Rover του 1948, με το ατσάλινό του σασί, το αλουμινένιο αμάξωμα και τον κινητήρα 1.6 λίτρου και 50 ίππων του Rover P3, οι πρώτες του αναβαθμίσεις ήρθαν μια δεκαετία αργότερα, με το Series II. Ανασχεδιάστηκε ελαφρά, απέκτησε για πρώτη φορά πλαινούς καθρέπτες και δέχθηκε αναβαθμίσεις στους κινητήρες - καθώς και έναν καινούριο diesel 2.3 λίτρων (62 ίππων) που θα παρέμενε στο καπό του μέχρι το μέσον της δεκαετίας του 1980.
Ήδη το Land Rover, με τα χαρακτηριστικά του στρογγυλά φανάρια που κρύβονταν μαζί με τη γρίλια μεταξύ των παρατεταμένων ώμων των εμπρός θόλων, έφτασε μόλις σε 18 χρόνια (το 1966) πωλήσεις μισού εκατομμυρίου, και το 1971 σημείωσε ρεκόρ παραγωγής 56.000 μονάδων. Ο μύθος του εξαπλώνονταν με γοργούς ρυθμούς.
Το πέρασμα στο Land Rover Series III του 1971 ήταν φυσικά το επόμενο λογικό βήμα. Σε αυτό το βήμα διαφοροποιήθηκε αισθητά, καθώς τα στρογγυλά φανάρια απομακρύνθηκαν από τη γρίλια στο κέντρο και τοποθετήθηκαν πια πάνω στους θόλους των τροχών. Μάλιστα, με την τοποθέτηση του νέου V8 κινητήρα 3.5 λίτρων, που χρειάστηκε περισσότερο χώρο, μετακινήθηκε πιο μπροστά και η ίδια η γρίλια και έτσι δημιουργήθηκε ο σχεδιασμός που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα.
Το Series III της περιόδου 1971-1985 είχε καθιερώσει τη μόνιμη τετρακίνηση με κεντρικό μπλοκέ διαφορικό, αλλά μια μεγάλη τεχνολογική πρόοδος ήρθε με τη γενιά Land Rover 90 και 110 του 1983. Ήταν η πρώτη που αποχωρίστηκε τα φύλλα σούστας και υιοθέτησε τα ελατήρια και την πιο σύγχρονη ανάρτηση του Range Rover. Και, επίσης, η πρώτη που με ενιαίο κρύσταλλο στο παρ-μπριζ - χωρίς, πλέον, κεντρικό διαχωριστικό, στο πλαίσιο του γενικότερου ανασχεδιασμού του εμπρός μέρος όπου πλέον φώτα, γρίλια και θόλοι ήταν επιτέλους ευθυγραμμισμένα.
Η αγγλική εταιρεία, επίσης, με τη γενιά του 1983, προχώρησε σε έναν εκτενή «εκπολιτισμό» του εσωτερικού και των κινητήρων ώστε το άλλωτε ωμό off-roader της να αποκτήσει περισσότερο άνετο και βολικό χαρακτήρα στην άσφαλτο και στο ταξίδι. Για το σκοπό αυτό ανασχεδίασε και εφοδίασε με νέα υλικά το εσωτερικό, και «εξευγένισε» σε προοδευτιότητα του νέους της κινητήρες τους οποίους σταδιακά θα παρουσίαζε μέσα στη δεκαετία.
Η τελευταία «αρχέγονη» γενιά αυτής της διαδοχρονικής πορείας ήρθε το 1990, και ήταν η πρώτη που ονομάστηκε Defender. Η αιτία της νέας ονομασίας ήταν η μεταμόρφωση του όρου Land Rover από όνομα ενός μοντέλου σε όνομα μιας εταιρείας - γεγονός που προήλθε από τη γέννηση του νέου Land Rover Discovery, στα 1989. Ακολούθησε, μετέπειτα, το Freelander.
Παρόλα αυτά, το αρχέγονο πρότυπο διατήρησε στην ουρά του τα σύμβολα Defender 90 και Defender 110, από τη γενιά του '83, αλλά αναβαθμίστηκε ξανά εσωτερικά και απέκτησε τον πετρελαιοκινητήρα 2.5 λίτρων - ο οποίος το 1998 αντικαταστάθηκε από τον πεντακύλινδρο TD5, ισχύος 124 hp. Τη δεκαετία του 2000 προστέθηκε, μαζί με το νέο μηχανικό κιβώτιο 6 σχέσεων και με πληθώρα ηλεκτρονικών συστημάτων ασφάλειας και ελέγχου της εκτός δρόμου πρόσφυσης, ένας τετρακύλινδρος 2.4 diesel 122 ίππων - ο οποίος το 2012 αντικαταστάθηκε από τον 2.2 diesel.
Παρότι το Defender πια αποκτούσε ανέσεις όπως τα ηλεκτρονικά συστήματα υποβοήθησης, τα ηλεκτρικά παράθυρα και τα θερμαινόμενα καθίσματα, η εκτός δρόμου ικανότητά του δεν αμφισβητήθηκε ποτέ. Μάλιστα, το 1996 το Βρετανικό υπουργείο Αμύνης παρήγγειλε 8.000 αντίτυπα, τροποποιημένα για τους στρατιωτικούς σκοπούς, με τον κωδικό XD που σήμαινε 'extra duty', τα οποία απέκτησαν το προσωνύνιο Wolf.
Τρία χρόνια μετά την παρουσίαση του επετειακού Land Rover Defender LXV Edition για τον εορτασμό των 65 ετών αυτού του κομβικού αυτοκινήτου της ιστορίας της αυτοκίνησης, και μετά την παραγωγή 2 εκατομμυρίων και πλέον αντιτύπων, στις 29 Ιανουαρίου του 2016 έφτασε το τέλος του αρχέγονου Land Rover, γνωστού μετέπειτα ως Defender.
Μάλιστα, το αντίτυπο με τον αριθμό 2.000.000 δημοπρατήθηκε για λογαριασμό του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ενώ το τελευταίο αντίτυπο που κατασκευάστηκε είχε την πινακίδα κυκλοφορίας 'H166 HUE', ως απευθείας παραπομπή στην πινακίδα 'HUE 166' του πρώτου που που βγήκε από το εργοστάσιο του Solihull το 1948. Όμως, το τέλος της διαδρομής δεν είχε φτάσει ακόμα.
Η νέα γέννηση του Defender
Το όνομα Defender ήταν απλά πολύ μεγάλο για να χαθεί στα βάθη της αυτοκινητικής λησμονιάς. Η Land Rover, το Σεπτέμβριο του 2019, παρουσίασε την πρώτη, ουσιαστικά, ριζική και εν λευκώ αναδημιουργία του: το Land Rover Defender του 2020.
Βασισμένο πια στην προηγμένη αλουμινένια πλατφόρμα του Range Rover και του Discovery, με ανεξάρτητη πια ανάρτηση πολλαπλών συνδέσμων σε όλους τους τροχούς ή ακόμα και αερανάρτηση, καθώς και αποκτώντας πια υβριδικούς και μετέπειτα αμιγώς ηλεκτρικούς κινητήρες, το ολοκαίνουριο Defender ήταν απολύτως απαραίτητο να μην απωλέσει καμία από τις εκτός δρόμου δυνατότητες του εβδομηκονταετούς προγόνου του. Και, φυσικά, να μην απολέσει τίποτα από τον τετραγωνισμένο, ωμό σχεδιαστικό του χαρακτήρα.
Η Land Rover χρησιμοποίησε ό,τι τεχνολογικό «όπλο» υπάρχει στην παγκόσμια αυτοκίνηση, για να το πετύχει. Βάσισε όλο το νέο Defender σε αυτή που ονομάζει «ηλεκτρονική πλατφόρμα», την Advanced Electrical Vehicle Architecture (EVA 2.0) που επιτρέπει τη διασύνδεση όλων των ηλεκτρονικών τεχνολογιών για τον πλήρη έλεγχο της off-road κίνησης. Συνολικά 14 από αυτές τις τεχνολογίες επιδέχονται αναβάθμιση μέσω διακικτύου.
Με το στιβαρότερο πλαίσιο που έχει κατασκευάσει ποτέ, το Defender του 2020 παραμένει πιστό στη βασική του αρχή: του «οχήματος παντός σκοπού», όπως αρχικά το είχαν θέσει οι αδερφοί Wilks, αλλά και παντός εδάφους. Και βάσει αυτού, υιοθετεί κάθε προηγμένη τεχνολογία.
Στο αρχέγονο Defender ο οδηγός μπορούσε να κλειδώσει χειροκίνητα το κεντρικό διαφορικό χρησιμοποιώντας το κιβώτιο υποπολλαπλασιαμσού των σχέσεων. Στο σημερινό, μπορεί μέσω της κεντρικής οθόνης αφής στην κονσόλα απλώς να κάνει με ένα άγγιγμα τις επιλογές του ενεργού μπλοκέ πίσω διαφορικού μέσω των λειτουργιών Centre Slip Limited και Centre and Rear Slip Limited.
Μπορεί, επίσης, να επιλέξει ανάμεσα σε τρεις ρυθμίσεις της απόκρισης του γκαζιού, του αυτόματου κιβωτίου, του συστήματος διεύθυνσης και του traction control. Και να παραμετροποιήσει, για πρώτη φορά το πρωτοποριακό σύνολο ηλεκτρονικών συστημάτων υποβοήθησης της κίνησης εκτός δρόμου, Terrain Response 2 – προσαρμόζοντας τις ρυθμίσεις στις εκάστοτε συνθήκες του δρόμου.
Η αερανάρτηση αυξάνει μέχρι και 14,5 εκατοστά (!) το ύψος από το έδαφος, και τα ενεργά αμορτισέρ αναλύουν τις κινήσεις του αμαξώματος μέχρι και 500 φορές ανά δευτερόλεπτο για να προσαρμοστούν στις συνθήκες του δρόμου. Τα συστήματα ClearSight Ground View και ClearSight Rear View απεικονίζουν στην οθόνη το έδαφος εμπρός από το ρύγχος (που δεν μπορεί να δει ο οδηγός) και πίσω από το αυτοκίνητο.
Πέραν των ηλεκτρονικών, πάντα για την κίνηση εκτός δρόμου, το Defender του 2020 προσφέρει 29,1 εκατοστά απόστασης από το έδαφος, μοναδικές γωνίες προσέγγισης και διαφυγής 38 και 40 μοιρών αντίστοιχα, διάσχιση υδάτινου περάσματος βάθους 90 εκατοστών (με τη βοήθεια του προγράμματος Wade του Terrain Response 2), 500 mm διαδρομή της ανάρτησης, ωφέλιμο φορτίο 900 κιλών και ρυμούλκυση ως και 3.720 κιλών με ημιαυτόνομη υποβοήθηση Advanced Tow Assist.
Εμπρός σε όλες τις αρχέγονες Σειρές του Land Rover, το Defender του 2020 μοιάζει όχι μόνο να διατηρεί την κλασική του ουσία, αλλά και να την φτάνει στα απώτερα σύνορα: ενός αυτοκινήτου που αξιοποιεί καθετί της εποχής του για την μέγιστη εκτός δρόμου δυνατότητα.
Έτσι, μοιάζει να αποκτά το δικαίωμα να κάνει και κάτι που ποτέ κανείς πρόγονός του δεν είναι επιχειρήσει: να απαλλαχθεί από τους θηριώδεις, ενεργοβόρους κινητήρες πετρελαίου (με πλήρη παύση της παραγωγής τους ως το 2025), και να αντικρύσει το μέλλον όπως το φέρνει ο καιρός: αρχικά ως ήπια υβριδικό 48V, έπειτα ως plug-in hybrid, το 2022 ως αμιγώς ηλεκτρικό και στο απότερο μέλλον ακόμα και με κυψέλες υδρογόνου!
Το νέο Defender, με όλα όσα υπόσχεται για την off-road ικανότητά του, έχει ήδη κερδίσει μια περίοπτη θέση ανάμεσα στους μυθικούς προγόνους του, και τώρα κερδίζει και μια αντίστοιχη ανάμεσα στην αυτοκίνηση του 21ου, πλέον, αιώνα.
Διαβάστε επίσης
Αυτές είναι όλες οι μελλοντικές Alfa Romeo που περιμένουμε
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ