Η μοναδική ιστορία που συνοδεύει το περίφημο κάνιστρο, το μεταλλικό δοχείο καυσίμων 20 λίτρων που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα. Σε αντίθεση με τους Γερμανούς, όμως, το κάνιστρο κατάφερε να κατακτήσει τον κόσμο.
Τη δεκαετία του 1930, κι ενώ στην Ευρώπη κόχλαζε ο τρόμος ενός νέου επερχόμενου πολέμου, οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει ότι δεν θα αναλωνόταν σε μάχες χαρακωμάτων όπως στον οδυνηρό α' παγκόσμιο πόλεμο. Αποφάσισαν μια διαφορετική στρατηγική: την τάχιστη προέλαση με προηγμένο τεχνολογικό εξοπλισμό.
Ο «κεραυνοβόλος πόλεμος» όμως, Blitzkrieg, έφερνε μαζί του και ένα πρόβλημα. Οι βαριές πολεμικές μηχανές και τα φορτηγά χρειάζονταν τακτικά καύσιμα. Έτσι, περίπου στο μέσον της δεκαετίας του 1930, οι Γερμανοί ξεκίνησαν την έρευνά τους για ένα κάνιστρο που θα ήταν ανθεκτικό, όσο το δυνατόν πιο ελαφρύ, και εύκολο στο χειρισμό και στην αποθήκευση.
BUY NOW
Τα κάνιστρά τους μέχρι τότε ήταν είτε κωνικά, είτε στο σχήμα των γνωστών μας τενεκέδων λαδιού. Κανένα από αυτά δεν ήταν βολικό. Στην έρευνά τους, λοιπόν, οι Γερμανοί αξιωμάτουχοι προκήρυξαν διαγωνισμό, στον οποίο ανταποκρίθηκαν πολλές εταιρείες, με διάφορες προτάσεις.
Όσες από αυτές τις προτάσεις κρίθηκαν ενδιαφέρουσες, δοκιμάστηκαν από τους Γερμανούς ακόμα και στο πεδίο, από τη Λεγεώνα Κόνδορ που πολέμησε στο πλευρό των εθνικιστών στον ισπανικό εμφύλιο (1936-'39). Εκεί, οι Γερμανοί δοκίμαζαν πληθώρα τεχνολογιών που θα χρησιμοποιούσαν στον επερχόμενο β' παγκόσμιο πόλεμο, με κυριότερη τους βομβαρδισμούς - και κυριότερο το βομβαρδισμό της Γκερνίκα.
Μέσα σε αυτές τις νέες τεχνολογίες που δοκίμαζαν, ήταν και τα διαφόρων τύπων κάνιστρα. Αυτό που επελέχθη, το 1937, θα έπαιρνε εντέλει την ονομασία Wehrmacht-Einheitskanister. Το σχεδίασε κάποιος ονόματι Vinzenz Grunvogel, επικεφαλής μηχανικός της εταιρεία Muller από το Schwelm της Γερμανίας.
Είχε σκεφτεί μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια σχεδιάζοντας το κάνιστρό του. Και ήταν τόσο επιτυχημένο, που αργότερα το υιοθέτησαν και οι Σύμμαχοι για τον πόλεμό τους εναντίον των Γερμανών, και που χρησιμοποιείται ακόμη και μέχρι σήμερα χωρίς ιδιαίτερες μετατροπές.
Αυτό που έκανε το Wehrmacht-Einheitskanister τόσο ιδιαίτερο ήταν, κατ' αρχήν, το σχήμα του. Χάρη σ' αυτό μπορούσαν να τοποθετηθούν όσο το δυνατόν περισσότερα κάνιστρα το ένα δίπλα στο άλλο ή πάνω από το άλλο, οριζόντια ή κάθετα.
Για να κατασκευαστεί απαιτούσε την οξυγονοκόλληση δύο διαφορετικών κομματιών, αλλά η γραμμή της κόλλησης δεν βρισκόταν στα δύο μεγάλα πλευρικά τειχία του, κι αυτό το έκανε πιο ανθεκτικό σε περίπτωση χτυπημάτων. Το σημείο της οξυγονκόλλησης, παράλληλα, προσέφερε κι άλλο ένα πλεονέκτημα: επέτρεπε τη διαστολή ή τη συστολή του υγρού στο εσωτερικό, αναλόγως των εξωτερικών συνθηκών θερμοκρασίας.
Τα χερούλια του κάνιστρου ήταν, επίσης, πολύ έξυπνα στη σύλληψή τους. Αποτελούνται από τρεις κυλίνδρους στο άνω μέρους του. Έτσι, ένας στρατιώτης μπορούσε να μεταφέρει είτε δύο γεμάτα κάνιστρα (ένα σε κάθε χέρι) είτε τέσσερα άδεια (δύο σε κάθε χέρι). Επιπλέον, μπορούσαν δύο στρατιώτες να πιάσουν και να μεταφέρουν ένα κάνιστρο. Κι ήταν εύκολο, επίσης, να μεταφέρονται τα κάνιστρα από χέρι σε χέρι.
Εξίσου σημαντική με την ευκολία χρήσης ήταν για τις στρατιωτικές ανάγκες και η ταχύτητα με την οποία μπορούσε να γεμίζει και να αδειάζει το κάνιστρο. Το Wehrmacht-Einheitskanister την πετύχαινε χάρη το ευρύ του άνοιγμα και έναν μικρό σωλήνα που εξασφάλιζε την παροχή του αέρα και συνεπώς την ομαλή ροή του καυσίμου. Κι ακόμη, το στόμιο ήταν έτσι σχεδιασμένο που επέτρεπε το άδειασμα του καυσίμου χωρίς να είναι απαραίτητη η χρήση χωνιού.
Ο έξυπνος μηχανισμός της τάπας του επέτρεπε να ανοίγει και να κλείνει με το ένα χέρι και χωρίς εργαλεία, σφράγιζε απόλυτα το περιεχόμενο και κρατούσε προσκολλημένο στο μηχανισμό το καπάκι ώστε να μην χάνεται. Ακόμη, το εσωτερικό του κάνιστρου είχε λαστιχένια επένδυση, που επέτρεπε τη χρήση του για τη μεταφορά ακόμα και πόσιμου νερού χωρίς τον φόβο μόλυνσής του με σκουριά.
Πριν την εισβολή στην Πολωνία, το Τρίτο Ράιχ είχε ήδη κατασκευάσει χιλιάδες τέτοια κάνιστρα. Τα διέθεσε στις μηχανοκίνητες διμοιρίες της, μαζί με λαστιχένιους σωλήνες, ώστε να μπορούν οι στρατιώτες να αντλούν καύσιμο π.χ. από στάσιμα αυτοκίνητα και άλλες διαθέσιμες πηγές, προκειμένου οι διμοιρίες να συνεχίζουν τάχιστα την πορεία τους.
Στην αντίπερα όχθη, των Συμμάχων, στο ξεκίνημα του β' π.π. οι Βρετανοί χρησιμοποιούσαν κάνιστρα 9,1 λίτρων για τη μεταφορά καυσίμων. Ήταν μικρότερα, πιο εύκολα στη μεταφορά, αλλά δύσχρηστα, πολύ ακριβά στην κατασκευή τους και εύθραυστρα. Τόσο, που απέκτησαν το χαρακτηρισμό «Flimsy», όταν άρχισαν να σπάνε και να χάνουν καύσιμα με το γαλόνι.
Τα βρετανικά κάνιστρα, επίσης, δεν μπορούσαν να τοποθετηθούν το ένα πάνω στο άλλο κατά τη μεταφορά μέσα σε κοντέιντερς, διότι αυτά που βρίσκονταν στη βάση δεν άντεχαν. Συνεπώς, η αποστολή καυσίμων στη Βόρεια Αφρική για την αντιμετώπιση των δυνάμεων του Ρόμελ είχε ένα σοβαρό πρόβλημα: την απώλεια καυσίμων.
Μάλιστα, η διαροοή καυσίμων σε -τουλάχιστον- ένα από τα πλοία μεταφοράς προκάλεσε την ανατίναξή του στη μέση της Μεσογείου. Επιπλέον, υπήρχαν τα προβλήματα ότι τα βρετανικά κάνιστρα δεν άντεχαν τη μεταφορά στις σκληρές συνθήκες των αφρικανικών δρόμων, ότι η διαστολή του υγρού στον ακραίο καύσωνα προκαλούσε ζημιά και διαρροές, και ότι το χερούλι τους ήταν ιδιαίτερα δύσχρηστο.
Όπως ήταν λογικό, κατά τη λαφυραγώγηση στα πεδία των μαχών, τα γερμανικά κάνιστρα άρχισαν να αποδεικνύονται ιδιαίτερα χρήσιμα για τις βρετανικές δυνάμεις. Τα υιοθέτησαν, προσδίδοντάς τους την ονομασία «Jerrycan» - Jerry αποκαλούσαν τους Γερμανούς. Μετά την «Επιχείρηση Σταυροφόρος» στα τέλη του '41 στη Βόρεια Αφρική, οι Βρετανοί πήραν ως λάφυρα χιλιάδες Jerrycans, που άρχισαν αμέσως να χρησιμοποιούν.
Την επόμενη χρονιά, οι Σύμμαχοι ξεκίνησαν να παράγουν τα δικά τους, αντίστοιχα κάνιστρα - εντοπίζοντας, μάλιστα, τις ακριβείς τους τεχνικές προδιαγραφές κατά τύχη, από το 1939 που ο Αμερικανός μηχανικός Paul Pleiss είχε κάνει ένα οδικό ταξίδι από τη Γερμανία στην Ινδία με έναν Γερμανό συνάδελφό του - ο οποίος του είχε υποδείξει να αγοράσουν τα συγκεκριμένα κάνιστρα γιατί ήταν τα μόνα που ήταν ικανά για μεταφορά πόσιμου νερού.
Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ, ο Pleiss έδειξε τα τεχνικά στοιχεία του κάνιστρου (το φυλλάδιο της αγοράς του) στον αμερικανικό στρατό, και εξήγησε τα πλεονέκτήματά του, αλλά οι αξιωματούχοι αποφάσισαν να κρατήσουν το δικό τους παλιό κάνιστρο των 38 λίτρων που είχαν από τον α' π.π. Εντέλει, στη διάρκεια του β' παγκοσμίου, οι Αμερικανοί κατασκεύασαν και τη δική τους εκδοχή του «Jerrycan», αλλά χωρίς την αρτιότητα της γερμανικής κατασκευής.
Την ίδια στιγμή, και οι Βρετανοί είχαν ξεκινήσει την κατασκευή των δικών τους «Jerrycans», μένοντας περισσότερο πιστοί στις γερμανικών προδιαγραφών. Έτσι, πλέον, το κάνιστρο Wehrmacht-Einheitskanister είχε πια μεταμορφωθεί σε «Jerrycan», και μαζί με τον ανεδοαφιασμό των γερμανικών στρατευμάτων ήταν πια ένα πολύτιμο εργαλείο και των συμμαχικών.
Η παραγωγή των αμερικανικών και βρετανικών κάνιστρων ήταν τόσο μεγάλη, που οι στρατιώτες άρχισαν να τα πετούν μετά τη χρήση τους. Έτσι, στην πορεία προέκυψε έλλειψη από «Jerrycans», και έφτασαν οι συμμαχικές δυνάμεις να πληρώνουν παιδιά στις πολεμικές περιοχές για να συγκεντρώνουν τα άδεια κάνιστρα και να τους τα παραδίδουν.
Η σημασία του συγκεκριμένου κάνιστρου ήταν τέτοια, που ακόμα και ο Αμερικανός πρόεδρος Franklin D. Roosevelt είπε ότι χωρίς αυτά δεν θα ήταν εφικτή η κατακλυσμιαία προέλαση των συμμαχικών δυνάμεων στο γαλλικό έδαφος με τέτοια ταχύτητα. Και ήταν τέτοια που έφτασαν να το αντιγράψουν ακόμα και οι Σοβιετικοί.
Μετά τον β' παγκόσμιο πόλεμο, το «Jerrycan» είχε πια καθιερωθεί ευρέως σε όλες τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ. Και παραμένει το κάνιστρο που χρησιμοποιούν ακόμη και σήμερα, ακόμη και στον ελληνικό στρατό. Μάλιστα, τη δεκαετία του 1970 ο Φινλανδός Eero Rislakki σχεδίασε και την πλαστική εκδοχή του κάνιστρου αυτού, που είναι ελαφρύτερη αλλά εξίσου ανθεκτική.
Η εξάπλωση του Wehrmacht-Einheitskanister ήταν τέτοια, που σήμερα χρησιμοποιείται ακόμα και ως αξεσουάρ σε επιβατικά off-road τετρακίνητα.