Οι αγαπημένες μπερλίνες του Έλληνα πωλούνται σήμερα σε τιμή ευκαιρίας, προσφέροντας όχι μόνον τους απαραίτητους χώρους για υποστηρίξουν τον οικογενειακό προσανατολισμό τους αλλά και τη χαμένη αίγλη του παρελθόντος.
Η εποχή που τα sedan αποτελούσαν την πρώτη και τελευταία επιλογή για όσους αναζητούσαν ένα τετράτροχο ικανό να υποστηρίξει τις μεταφορικές ανάγκες μιας τυπικής οικογένειας ανήκει στο παρελθόν. Όταν όμως αυτό το… παρελθόν γίνεται απρόσμενα προσιτό, τότε όχι μόνο διεκδικεί μια θέση στο παρόν αλλά μπορεί να αποτελέσει μια αξιόπιστη λύση και για το εγγύς μέλλον.
Όπως έχει ήδη καταλάβει, λοιπόν, η αναφορά μας στα πάλαι ποτέ κραταιά σεντάν της ελληνικής αγοράς μόνο τυχαία δεν είναι, καθώς μια γρήγορη έρευνα στην αγορά του μεταχειρισμένου οχήματος μπορεί κανείς να αντιληφθεί ότι η χαμηλή δημοτικότητά τους, δημιουργεί νέες αγοραστικές ευκαιρίες.
BUY NOW
Χωρίς να υπερβεί κανείς το… ψυχολογικό όριο των 3.000 ευρώ μπορεί κανείς να αποκτήσει ένα αυτοκίνητο, το οποίο παρά τα χρόνια που κουβαλάει στην πλάτη του, μπορεί να ανταποκριθεί στη διαχρονική ανάγκη μιας φθηνής λύσης μετακίνησης.
Ford Mondeo (2000-2006)
Δεν θα αποτελούσε υπερβολή αν ισχυριζόταν κανείς πως η δεύτερη γενιά του Ford Mondeo είναι και η καλύτερη που έχει κατασκευαστεί μέχρι σήμερα. Έχοντας περάσει στη γραμμή παραγωγής το μακρινό 2000, αποτέλεσε μια από τις πλέον οδηγοκεντρικές προτάσεις στην κατηγορία των μεσαίων διαστάσεων sedan, «κρύβοντας» πίσω από το μετριοπαθές σχεδιαστικό του παράδειγμα και τους ατμοσφαιρικούς κινητήρες βενζίνης έναν πραγματικό οδηγικό πλούτο.
Ακόμα και σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, το Ford Mondeo το οποίο πρωταγωνίστησε στην ελληνική αγορά στις αρχές του 2000 αιώνα αποτελεί σημείο αναφοράς για τη συμπεριφορά του στην άσφαλτο, προσπερνώντας τους αδύναμους -με τα σημερινά δεδομένα- κινητήρες βενζίνης του 1,6 και 18 λίτρων.
Άλλωστε για εκείνους που αναζητούν μεγαλύτερη ισχύ, υπήρξαν και δίλιτρες εκδόσεις, όπως άλλωστε και η έκδοση των 3,0 ST με απόδοση 226 ίππων.
Στη χώρα μας, το Ford Mondeo δεύτερη γενιάς συχνά-πυκνά εμφανίζεται στις αγγελίες των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων κάτω από το όριο των 3.000 ευρώ, αποτελώντας ευκαιρία για εκείνους που αναζητούν μια συγκροτημένη πρόταση αυτής της κατηγορίας και του βεληνεκούς.
Citroen C5 (2000-2008)
Αν υπάρχει ένας εκπρόσωπος της κατηγορίας των μεσαίων διαστάσεων σεντάν που εκπροσώπησε επάξια την περίφημη γαλλική σχολή, τότε αυτός είναι το Citroen C5. Η γαλλική μπερλίνα γεννήθηκε το 2000, αντικαθιστώντας την Xantia και διατηρώντας στις προτεραιότητές του την άνεση που προκύπτει τόσο από την ευρυχωρία όσο και από τη συμπεριφορά του πλαισίου.
Βλέπετε, οι πλουσιότερες εξοπλιστικά εκδόσεις διέθεταν την περίφημη υδροπνευματική ανάρτηση και την ικανότητα να περνούν σχεδόν αλώβητες πάνω από τις κακοτεχνίες της ελληνικής ασφάλτου.
Σε ό,τι αφορά στους κινητήρες, η λύση του τετρακύλινδρου ατμοσφαιρικού μοτέρ του 1,8 λίτρου φαντάζει η ιδανική, με δεδομένους τους περιορισμούς που τοποθετεί το ελληνικό φορολογικό σύστημα σε κινητήρες με χωρητικότητα άνω των δύο λίτρων.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το 2004, το Citroen C5 υποβλήθηκε στην καθιερωμένη ανανέωση, χωρίς ωστόσο να μεταβληθούν σημαντικά τα βασικά χαρακτηριστικά του και η εικόνα του στην άσφαλτο.
Στις εκδόσεις του 1,8 λίτρου η ισχύ έφτανε έως και τους 125 ίππων, ενώ όπως και στην περίπτωση του Ford Mondeo, στην κορυφή της γκάμας του συναντάμε ένα εξακύλινδρο σύνολο χωρητικότητας 3,0 λίτρων και απόδοσης 207 ίππων.
Alfa Romeo 156 (1997-2007)
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι η Alfa Romeo 156 αποτελεί ένα από τα καλύτερα μοντέλα που έχουν περάσει στη γραμμή παραγωγής τις τελευταίες δύο δεκαετίες από τη μιλανέζικη φίρμα, γεγονός που δικαιολογεί εν μέρει και τη δημοφιλία της.
Με αφετηρία το μακρινό 1998, η Alfa Romeo 156 πάντρεψε με απόλυτη επιτυχία τις βασικές κατασκευαστικές αρχές της ιταλικής σχολής με τη συνέπεια και την αποτελεσματικότητα των Γερμανών, δημιουργώντας ένα σύνολο το οποίο δεν άργησε να κερδίσει την καρδιά και του ελληνικού κοινού.
Ο ελκυστικός σχεδιασμός της, με την υπογραφή του γνωστού στους περισσότερους Walter de Silva, και το ξεχωριστό οδηγικό της ταμπεραμέντο και φυσικά το γεγονός ότι το όνειρο της απόκτησής της ήταν εκείνη την περίοδο προσιτό, εξασφάλισε στο ιταλικό σεντάν μια εξαιρετική εμπορική επιτυχία, την οποία δεν επανέλαβαν τα μοντέλα που τη διαδέχθηκαν.
Ο κανόνας ήθελε την Alfa Romeo 156 να εφοδιάζεται με τον τετρακύλινδρο κινητήρα βενζίνης του 1,6 λίτρου, ωστόσο, υπήρξαν και φωτεινές εξαιρέσεις με πρώτη και καλύτερη την έκδοση GTA, η οποία είχε εναποθέσει τις ελπίδες διάκρισής της σε έναν V6 κινητήρα 3,2 λίτρων.
Το 2003, τον ανασχεδιασμό των επιφανειών του αμαξώματος και ειδικότερα του ρύγχους ανέλαβε ο οίκος Giugiaro και παρά το γεγονός ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν κακό, η αρχική εκδοχή του αυτοκινήτου παραμένει ακόμα και σήμερα η πλέον ελκυστική.
Εστιάζοντας, καθαρά για φορολογικούς λόγους, στις εκδόσεις των 1,6 και 1,8 λίτρων, μια καλοδιατηρημένη Alfa Romeo 156 συναντάτε στη χώρα μας στην περιοχή των 2.500-3.000 ευρώ.
Audi A4 (1995-2001)
Το Audi Α4 σηματοδότησε την αρχή μιας νέας εποχή για τη γερμανική φίρμα και την παρουσία της στην κατηγορία των προσιτών -τηρουμένων των αναλογικών- sedan. Ουσιαστικά πρόκειται για το αυτοκίνητο που κλήθηκε να αντικαταστήσει το θρυλικό Audi 80 και να ενισχύσει τον premium χαρακτήρα των Γερμανών.
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος τα κατάφερε περίφημα, παρά το γεγονός ότι κατά την έναρξη της πορείας του στην ευρωπαϊκή αγορά έλλειπαν οι υπερτροφοδοτούμενοι κινητήρες βενζίνης μεσαίου κυβισμού, όπως άλλωστε και το πλήθος των τετρακίνητων εκδόσεων.
Στη βασική και πιο προσιτή έκδοση, την κίνηση του αυτοκινήτου αναλάμβανε ο ατμοσφαιρικός κινητήρας βενζίνης έμμεσου ψεκασμού, χωρητικότητας 1,6 λίτρου και απόδοσης 101 ίππων.
Μπορεί, λοιπόν, το Audi A4 να μην διέθετε εκρηκτικές επιδόσεις, ωστόσο, δεν υστερούσε στον τομέα της ποιότητας και της αξιοπιστίας κερδίζοντας με το σπαθί του μια θέση ανάμεσα στις premium προτάσεις της κατηγορίας των συμπαγών sedan.
Ανάμεσα στο 1994 και το 2001, παράχθηκε σε 1.674.943 αντίτυπα, γνωρίζοντας την επιτυχία τόσο σε sedan όσο και station wagon εκδόσεις. Η τιμή του στην ελληνική αγορά δεν ξεπερνά στις περισσότερες των περιπτώσεων τα 3.000 ευρώ, γεγονός που δίνει την ευκαιρία απόκτησης
Toyota Avensis
Με την ιαπωνική αξιοπιστία να αποτελεί το σημαντικότερο προσόν της και την αντοχή της στον χρόνο να αποδεικνύεται μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες στον δρόμο, η πρώτη γενιά του Toyota Avensis δεν θα μπορούσε να λείπει από τη λίστα μας.
Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, το Toyota Avensis προσφέρεται στην ελληνική αγορά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων με τον κινητήρα του 1,6 λίτρου, το οποίο μάλιστα απέκτησε στη συνέχεια και σύστημα μεταβλητού ελέγχου βαλβίδων, βελτιώνοντας τα χαρακτηριστικά λειτουργίας και την αποδοτικότητά του.
Η πρώτη γενιά του Toyota Avensis έμεινε στην παραγωγή για έξι χρόνια, δίνοντας την καλύτερη δυνατή συνέχεια στην παράδοση της θρυλικής Carina. Άλλωστε η επιτυχία του μοντέλου ήταν εκείνη που ώθησε τους Ιάπωνες να δώσουν συνέχεια στη διπλή παρουσία τους στην ευρύτερη κατηγορία των οικογενειακών sedan, καθώς διατηρώντας Corolla και Avensis σε μια σχεδόν κοινή γραμμή πυρός.
Ένα καλοδιατηρημένο δείγμα τoυ Toyota Avensis ξεπερνά συνήθως το όριο των 3.000 ευρώ, ωστόσο με λίγη υπομονή και αρκετό ψάξιμο είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα βρεθείτε μπροστά στο αυτοκίνητο που αναζητάτε.