Συγκρίνουμε τη νέα Mercedes-Benz C 200 με την Alfa Romeo Giulia 2.0 TB 200 PS
Δύο κορυφαίες επιλογές στην κατηγορία των premium sport sedan κυνηγούν τον ίδιο στόχο, αλλά με εντελώς διαφορετικά πολεμοφόδια στην φαρέτρα τους.
Η Giulia λανσαρίστηκε στην αγορά πριν πέντε χρόνια και αποτέλεσε ένα μεγάλο στοίχημα για την Alfa Romeo. Για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της γερμανοκρατούμενης κατηγορίας, οι ιταλοί εφοδιάσαν την σπορ μπερλίνα τους με κορυφαίας τεχνολογίας μηχανικά μέρη. Και τα συνέθεσαν με έναν μοναδικό τρόπο, αναγκάζοντας τον σχετικά επαναπαυμένο κραταιό ανταγωνισμό να εξελιχθεί, βελτιώνοντας ουσιαστικά το σύνολο της κατηγορίας.
Από την άλλη, η Mercedes-Benz παρουσίασε πριν μερικούς μήνες την έκτη γενιά του μοντέλου, του πατριάρχη της κατηγορίας των premium μεσαίων σεντάν. Η νέα C-Class φέρει αρκετούς νεοτερισμούς στην κατηγορία και ακολουθεί με απόλυτη ευλάβεια τις σύγχρονες τάσεις στα μηχανικά μέρη και την ψηφιοποίηση της καμπίνας. Πρόκειται για ένα αρκετά ολοκληρωμένο σύνολο, όντας η καλύτερη C-Class όλων των εποχών.
BUY NOW
Αρμονία και δυναμισμός
Η σχεδίαση της Giulia μπορεί να θεωρηθεί αειθαλής, μιας και δείχνει φρέσκια και ιδιαίτερα δυναμική πέντε χρόνια μετά το λανσάρισμά της. Από τότε όμως έχει υποστεί κάμποσες βελτιώσεις σε διάφορους τομείς, εκτός από αισθητικούς για ευνόητους λόγους. Το facelift του MY'20 ακούμπησε σημεία που έπασχε ελαφρώς σε σχέση με τον ανταγωνισμό, όπως η πρακτικότητα, η συναρμογή ορισμένων υλικών, η συνδεσιμότητα και ο εμπλουτισμός των συστημάτων ενεργητικής ενέργειας που χαρίζουν και δυνατότητα αυτόνομης οδήγησης Επιπέδου 2. Επιπλέον, προχώρησαν σε ορισμένες μικρές αλλαγές στην ρύθμιση της ανάρτησης, ενώ η γκάμα εξοπλισμού εμπλουτίστηκε με επίπεδα που δίνουν έμφαση είτε στην πολυτέλεια είτε στον σπορ χαρακτήρα. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε την σπορτίφ έκδοση Sprint. Ανάμεσα στα στοιχεία εξοπλισμού που συνοδεύουν την συγκεκριμένη έκδοση, ξεχωρίζουμε τις ειδικής σχεδίασης ζάντες 18 ιντσών, τις μαύρες δαγκάνες των φρένων, τις σκούρες απολήξεις της εξάτμισης και τους σκουρόχρωμους λογότυπους, τα καθίσματα με ύφασμα-δέρμα στο εσωτερικό, τα αλουμινένια σπορ πεντάλ και τα αλουμινένια ένθετα, καθώς και το σπορ σε σχεδίαση δερμάτινο τιμόνι.
Από την άλλη, η νέα C-Class ξεχωρίζει από την αρκετά πιο σύγχρονη και εκλεπτυσμένη σχεδίασή της, σε σχέση με την προηγούμενη γενιά. Οι επιρροές από την ιδιαίτερα σαγηνευτική CLA-Class και την επιβλητική E-Class είχαν σαν αποτέλεσμα ένα αρκετά πιο ρευστό και δυναμικό αμάξωμα σε σχέση με το μοντέλο που αντικαθιστά, που χαρίζουν και μια πρωτόγνωρη νεανικότητα στο μοντέλο. Μάλιστα, υπάρχουν και ορισμένες διαφορές ανάλογα με το εξοπλιστικό πακέτο που θα εφοδιαστεί, με αυτό της AMG που έχει το αυτοκίνητο της δοκιμής να διαθέτει εντελώς διαφορετική μάσκα. Διαφορετικής σχεδίασης είναι και οι προφυλακτήρες των εκδόσεων που έχουν εφοδιαστεί με το συγκεκριμένο πακέτο, με μεγαλύτερους αεραγωγούς και πίσω διαχύτη, καθώς και έντονα διακοσμητικά εν είδει απολήξεων εξάτμισης. Διαφορά συναντάμε και στους τροχούς 18 και 19 ιντσών του πακέτου AMG που πλέον έχουν αεροδυναμική σχεδίαση.
Μοναδικότητα και ουσία
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η C-Class της δοκιμής απέχει από τη βασική έκδοση πολύ περισσότερο απ’ ότι η συγκεκριμένη Giulia σε σχέση με την αντίστοιχη δική της απλούστερη εκδοχή. Τόσο σε στοιχεία εξοπλισμού όσο και σε (χιλιάδες) ευρώ. Η Giulia είναι σημαντικά φθηνότερη, τόσο στις βασικές εκδόσεις όσο και στη μορφή των συγκεκριμένων αυτοκινήτων της δοκιμής. Με αυτό κατά νου, βλέπεις λίγο διαφορετικά τα πράγματα και ας βρίσκεσαι στην αναζήτηση αγοράς σπορ σεντάν με τιμή που μπορεί να ξεπεράσει τα 50.000 ευρώ.
Η καμπίνα της Giulia MY'21 αποτελείται από πολύ καλής ποιότητας μαλακά και σκληρά πλαστικά, με τα τελευταία όμως που βρίσκονται χαμηλά στα πάνελ των θυρών να μην έχουν την ίδια ευχάριστη αίσθηση. Η συναρμογή και το φινίρισμα είναι κορυφαία επιπέδου και εξασφαλίζουν μια μασίφ αίσθηση, ενώ η εργονομία ενισχύεται και από τους περισσότερους φυσικούς διακόπτες σε σχέση με την C-Class. Διαθέτει τρεις χρωματισμούς στις ταπετσαρίες και υλικά για τις διακοσμητικές φάσες, νέο πιο παχύ flat bottomed τιμόνι, αναβαθμισμένη έγχρωμη οθόνη 7 ιντσών για τον υπολογιστή ταξιδιού, καθώς και νέο σύστημα πλοήγησης και πολυμέσων με λογισμικό που παραπέμπει σε κινητό τηλέφωνο. Συνδυάζεται με μία ενσωματωμένη στο οδηγοκεντρικής σχεδίασης ταμπλό έγχρωμη οθόνη 8,8 ιντσών, που έχει δυνατότητα χειρισμού μέσω της αφής ή του περιστροφικού χειριστηρίου στην κονσόλα δαπέδου. Τα γραφικά και η ανάλυση του συστήματος χαρίζουν καθαρή εικόνα και η δυνατότητα ρύθμισης με τα widget επιλογής, διευκολύνουν στην καθημερινότητα για άμεση λήψη της πληροφορίας που επιθυμεί ο οδηγός. Ακόμα, διαθέτει δυνατότητα φωνητικών εντολών, συμβατότητα με Android Auto και Apple CarPlay, καθώς και τις υπηρεσίες του προγράμματος Alfa Connected.
Το ταμπλό δύο επιπέδων της C-Class τονίζει το πλάτος και σε συνδυασμό με την κεντρική κονσόλα που έχει ελαφριά κλίση προς τον οδηγό, δημιουργείται και εδώ αίσθηση cockpit. Κύριο highlight αποτελούν οι δύο οθόνες του αναβαθμισμένου συστήματος πολυμέσων MBUX με τον αισθητήρα δακτυλικού αποτυπώματος για την επιλογή προφίλ που έχει δημιουργήσει ο οδηγός με τις επιθυμητές ρυθμίσεις. Η διαγώνιος της έγχρωμης οθόνης που εκτελεί χρέη πίνακα οργάνων είναι 10.25 ίντσες στην βασική της εκτέλεση και μπορεί να φτάσει τις 12.3 ίντσες. Αντίστοιχα, και η οθόνη του συστήματος πολυμέσων διατίθεται σε δύο εκδόσεις μεγέθους, με διαγώνιο 9.5 ή 11,9 ίντσες. Όλα αυτά μαζί συνθέτουν την πιο προηγμένη εικόνα που μπορεί να αντικρίσει ο οδηγός της κατηγορίας. Το σύστημα πολυμέσων μπορεί να το χειριστεί ο οδηγός είτε μέσω αφής από την οθόνη είτε μέσω των πλήκτρων αφής στο πολυλειτουργικό τιμόνι, ενώ δεν απουσιάζει και η ψηφιακή βοηθός που ακούει ορισμένες εντολές σας (για το ηχοσύστημα, τον κλιματισμό κ.α.) και τις πραγματοποιεί για εσάς. Θα πρέπει να γνωρίζετε ότι τα μόνα φυσικά πλήκτρα είναι αυτά για τα ηλεκτρικά παράθυρα, τα alarm και τα ηλεκτρικά καθίσματα (όταν υπάρχουν). Αυτό σημαίνει ότι κάποιοι θα δυσκολευτούν να συνηθίσουν τα πλήκτρα αφής και σίγουρα θα επιλέξουν με μεγαλύτερη ευκολία την ψηφιακή βοηθό για τις βασικές λειτουργίες.
Τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί αποτελούν ένα μίγμα μαλακών και σκληρών πλαστικών. Όπως συμβαίνει και στην Giulia, το μεγαλύτερο μέρος του ταμπλό της C-Class και τα ψηλά σημεία των πάνελ των θυρών φέρουν μαλακά πλαστικά πολύ καλής ποιότητας, με λιγότερη όμως γέμιση αφρώδους υλικού σε σχέση με την Alfa Romeo. Και εδώ τα χαμηλότερα τοποθετημένα πλαστικά είναι ελαφρώς υποδεέστερης επιλογής. Η συναρμογή τους όμως έχει γίνει ευλαβικά και χαρίζουν αίσθηση γεροδεμένου.
Οι χώροι στην καμπίνα και των δύο μοντέλων θα βολέψουν με άνεση τέσσερις ενήλικους με τις αποσκευές τους. Στην C-Class έχουν ελαφρώς καλύτερο χώρο οι πίσω για τα γόνατά τους, ενώ ένας τρίτος πίσω στην Giulia θα βολέψει καλύτερα τα πέλματά του λόγω του μικρότερου τούνελ μετάδοσης. Επιπλέον, η Giulia έχει 25 λίτρα μεγαλύτερο πορτμπαγκάζ, με τα 455 λίτρα της C-Class να αφορούν έναν πιο ορθογώνιο χώρο και με ελαφρώς μεγαλύτερο άνοιγμα φόρτωσης.
Η θέση οδήγησης και στα δύο έχει μεγάλο εύρος ρύθμισης, τα καθίσματα εξασφαλίζουν άνεση και πλευρική στήριξη σε όλους τους σωματότυπους, ενώ η ορατότητα δεν προβληματίζει ακόμα και σε αυτά τα “κουπεδίζον” σπορ σεντάν. Η πρακτικότητα όμως της Mercedes-Benz υπερισχύει χάρη στον μεγαλύτερο χώρο για μικροαντικείμενα στο υποβραχιόνιο και τις θήκες στα πάνελ των θυρών.
Ίδιος σκοπός, διαφορετική φιλοσοφία
Και τα δύο βασίζονται σε ιδιαίτερα εξελιγμένες πισωκίνητες πλατφόρμες, την Giorgio της Alfa Romeo και την MRA-II της Mercedes-Benz, με την Giulia όμως να στέλνει την δύναμη στους πίσω τροχούς μέσω ενός ανθρακονημάτινου άξονα μετάδοσης. Τόσο η Giulia όσο και η C-Class, χρησιμοποιούν σε πολλά σημεία του αμαξώματος και της ανάρτησης αλουμίνιο για περιορισμό του βάρους. Η διαφορά στο τελευταίο δεν είναι αμελητέα, με την μακρύτερη κατά 11 πόντους C-Class (4,75 μέτρα) να ζυγίζει σύμφωνα με την Mercedes-Benz 146 κιλά περισσότερο από την Giulia των 1.504 κιλών. Η ανάρτηση της Giulia αποτελείται από διπλά ψαλίδια εμπρός και πολλαπλούς συνδέσμους πίσω, ενώ αυτή της C-Class είναι τεσσάρων συνδέσμων εμπρός και πολλαπλών πίσω.
Ο 2λιτρος υπερτροφοδοτούμενος κινητήρας της Giulia είναι τεχνολογίας Multiair, πράγμα που σημαίνει ότι έχει έναν εκκεντροφόρο για τις βαλβίδες εξαγωγής και ηλεκτροϋδραυλικό σύστημα ελέγχου για τις βαλβίδες εισαγωγής. Αποδίδει 200 ίππους στις 5.000 σ.α.λ. και 330 Nm από τις 1.750 σ.α.λ. και συνδυάζεται με αυτόματο κιβώτιο 8 σχέσεων. Για τους ρύπους υπάρχει φίλτρο GPF, περιορίζοντάς τους σύμφωνα με το πρωτόκολο WLTP στα 160 γρ./χλμ. CO2.
Η C 200 του συγκριτικού είναι ήπια υβριδική και εφοδιάζεται με 1.500άρη βενζίνης με twin-scroll τουρμπίνα και πολλές τεχνολογίες για την μείωση των τριβών και της κατανάλωσης καυσίμου. Αποδίδει 204 ίππους στις 5.800 και 300 Nm από τις 1.800 σ.α.λ. και συνεργάζεται με 9άρι αυτόματο κιβώτιο. Επιπλέον, σιγοντάρεται από την δεύτερη γενιά του ήπια υβριδικού κυκλώματος 48 V EQ Boost, που στην ουσία είναι ένας εναλλάκτης με μέγιστη ισχύ 20 ίππους και ροπή 200 Nm. Και εδώ συναντάμε GPF, με τους ρύπους του ήπια υβριδικού downsized κινητήρα να περιορίζονται στα 146 γρ./χλμ. CO2.
Και τα δύο μοντέλα διαθέτουν προγράμματα οδήγησης, το D.N.A. για την Alfa και το Dynamic Select για την Mercedes. Στον τομέα των επιδόσεων, η ελαφρύτερη Giulia είναι ταχύτερη στις επιταχύνσεις, με την μέτρηση 0-100 χλμ./ώρα να απαιτεί μόλις 6,6 δλ. αντί 7,3 δλ. της C-Class. To 8άρι κιβώτιο της Giulia με τα τεράστια και λειτουργικά paddles για τις χειροκίνητες αλλαγές σχέσεων, έχει αμεσότερο kickdown από αυτό της C-Class και δεν αλλάζει σχέση στον κόφτη, αλλά οι εννέα ταχύτητες της Mercedes της χαρίζουν 11 χλμ./ώρα μεγαλύτερης τελικής ταχύτητας σε σχέση με την Alfa (235 χλμ./ώρα). Τα φρένα με την σειρά τους, δείχνουν ιδιαίτερα αποτελεσματικά και στα δύο αυτοκίνητα, με την Giulia να έχει αεριζόμενους δίσκους και στον πίσω άξονα. Το πλατύ πεντάλ της Alfa έχει πιο δυνατό αρχικό δάγκωμα, μικρότερη διαδρομή, αλλά και καλύτερη συνολικά αίσθηση σε σχέση με αυτό της Mercedes που κάνει και ανάκτηση ενέργειας για το 48βολτο ηλεκτρικό σύστημα. Το τελευταίο όμως δείχνει να κάνει δουλειά, καθώς κατά την διάρκεια της συγκριτικής δοκιμής μας, η βαρύτερη C 200 έκαψε κατά μέσο όρο 8,7 λτ./100 χλμ. και η Giulia 2.0 TB 9,2 λτ./100 χλμ..
Στο τερέν
Στον δρόμο, η νέα C-Class βγάζει μια πρωτόγνωρη για το μοντέλο αθλητικότητα, με την χαμηλωμένη ανάρτηση να εξασφαλίζει ένα πολύ καλό επίπεδο άνεσης ακόμα και με τους τροχούς 19 ιντσών που φορούσε το αυτοκίνητο δοκιμής. Η αλήθεια όμως είναι ότι έχοντας οδηγήσει την C 200 με 18άρηδες τροχούς - διαβάστε εδώ τη δοκιμή, δεν θέλει και πολύ για να καταλάβουμε ποια από τις δύο πρέπει να επιλέξουμε για τους ελληνικούς δρόμους.
Η κλίση στις στροφές είναι μετρημένη και σε συνδυασμό με το άμεσο εμπρός σύστημα και το γρήγορο τιμόνι (2,1 στροφές με τετραδιεύθυνση που είχε το αυτοκίνητο δοκιμής), η C 200 είναι ένα ευχάριστο αυτοκίνητο σε όλες τις συνθήκες κίνησης. Μάλιστα, εάν έχετε κέφια και θέλετε να «αξιοποιήσετε» την πίσω κίνηση, η νέα mild hybrid C 200 των 204 ίππων θα σας κάνει το χατίρι μέχρι κάποια συγκεκριμένη γωνία της ουράς. Στη συνέχεια επεμβαίνει το ESP και επαναφέρει την ισορροπία.
Είναι πραγματικά πολύ καλή στο δρόμο η νέα C-Class, αλλά στο δυναμικό κομμάτι δεν έχει κατασκευαστεί ακόμα το αυτοκίνητο της κατηγορίας που θα εκθρονίσει την Giulia. Η ανάρτησή της λειτουργεί υποδειγματικά σε όλες τις συνθήκες και εξασφαλίζει πειθαρχημένο έλεγχο, ακόμα και μέσα στην στροφή. Σε συνδυασμό με το γρήγορο(2,1 στροφές) και πλούσιο σε αίσθηση τιμόνι, και το τρομερά υπάκουο μπροστινό σύστημα, η Giulia στρίβει με ένα μοναδικό τρόπο. Εκεί που νομίζετε ότι έχετε φτάσει στο όριό της, βλέπετε ότι με πολύ μικρές κινήσεις μπορείτε να αλλάξετε την τροχιά σας και να παίξετε με αυτό μέχρι να το βρείτε. Εκεί βέβαια θα επέμβει το μη απενεργοποιούμενο ESP που θα κόψει τις τάσεις υπερστροφής της ουράς. Αφήνει βέβαια μεγάλο περιθώριο τοποθέτησης όταν στρίψετε εκμεταλλευόμενοι όλο το πλάτος της λωρίδας, βγαίνοντας από την στροφή με ίσιο ή και θετικό τιμόνι.
Στον ανοιχτό δρόμο θα εκτιμήσετε στην C-Class την πολύ καλή ποιότητα κύλισης με απουσία θορύβου από τους τροχούς ή τον αέρα, δημιουργώντας ένα ήσυχο ταξιδευτή. Από κοντά ακολουθεί και η Giulia με ελαφρώς μεγαλύτερο αεροδυναμικό θόρυβο, αλλά και καλύτερη ευθοβολία σε ταχύτητες ελαφρώς πάνω από το όριο. Στην πόλη, η Alfa δεν έχει την ομαλή εκκίνηση του κινητήρα που εξασφαλίζει το stop/start σύστημα της ήπια υβριδικής Mercedes, αλλά η ανάρτησή της έχει λίγο πιο αθόρυβη λειτουργία στις χαμηλές ταχύτητες. Στον τομέα της ευελιξίας, ο κύκλος στροφής της Mercedes ξεπερνά ελαφρώς τα 11 μέτρα (11,07 μέτρα) κα της Alfa πλησιάζει τα 12 μέτρα (11,9 μέτρα).
Στο ταμείο
Η τιμή εκκίνησης έχει καθοριστεί στα 39.500 ευρώ για την Giulia (έκδοση Super) και στα 51.200 ευρώ για την C 200 (Avantgarde Line). Η έκδοση Sprint της Alfa που δοκιμάζουμε κοστίζει 43.100 ευρώ, ενώ η εικονιζόμενη Mercedes με τα πακέτα AMG Line και Premium Plus, τους τροχούς 19 ιντσών, το ιδιαίτερο χρώμα και πολλά ακόμη, ξεπερνά σε τιμή τα 70.000 ευρώ. Στον τομέα του εξοπλισμού άνεσης και ασφάλειας μεταξύ της Giulia Sprint και της C 200 Avantgarde Line δεν υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές και εντοπίζονται στην ύπαρξη ενεργού cruise control για την Giulia, αντί για LED εμπρός φώτα και ασύρματης φόρτισης smartphone για την C 200.
Aκόμα, η Alfa καλύπτεται από τέσσερα χρόνια ή 160.000 χλμ. εγγύησης για τα μηχανικά μέρη, ενώ η Mercedes από δύο έτη χωρίς χιλιομετρικό περιορισμό. Από την άλλη, η ήπια υβριδική C 200 μπορεί να εισέρχεται καθημερινά στον Δακτύλιο, διαθέτοντας παράλληλα και λίγο μικρότερα ετήσια πάγια έξοδα.
Εν κατακλείδι, η ακριβότερη C 200 υπερτερεί σε τομείς όπως η πρακτικότητα, η high tech εικόνα της καμπίνας και το προηγμένο ήπια υβριδικό σύστημα κίνησης που διαθέτει, αποπνέοντας και δείχνοντας το σαφέστατα στον οδηγό της, έναν ξεκάθαρα premium και τεχνολογικά προηγμένο «αέρα». Η Giulia από την πλευρά της, προτάσσει ξεκάθαρα τα σπορτίφ χαρακτηριστικά της -είναι αδιαμφισβήτητα η καλύτερη "μηχανή" οδήγησης της κατηγορίας, χωρίς επιπλέον να νοιώθει έντονα μειονεκτικά και στους υπόλοιπους τομείς της υπόστασής της.
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ – Alfa Romeo Giulia 2.0 TB 200 PS AT8
Κινητήρας: 1.995 κ.εκ. βενζίνη, 200 PS/5.000 σ.α.λ., 330 Nm/1.750 σ.α.λ.
Μετάδοση: 8τάχυτο αυτόματο κιβώτιο, στους πίσω τροχούς
Επιδόσεις: 6,6 δλ. 0-100 χλμ./ώρα, 235 χλμ./ώρα τελική ταχύτητα
Κατανάλωση-Εκπομπές CO2: 7,2 λτ./100 χλμ., 160 γρ./χλμ.
Διαστάσεις (Μήκος/Πλάτος/Ύψος): 4.643/1.860/1.436 χλστ., 2.820 χλστ. μεταξόνιο
Βάρος: 1.504 κιλά
Χώρος αποσκευών: 480 λίτρα
Τιμή-Τέλη κυκλοφορίας: 39.500 ευρώ (43.100 ευρώ η Sprint) / 114,8 ευρώ
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ – Mercedes-Benz C 200
Κινητήρας: 1.496 κ.εκ. βενζίνη, 204 PS/5.800 – 6.100 σ.α.λ., 300 Nm/1.800-4.000 σ.α.λ.
Ηλεκτροκινητήρας: 20 PS, 200 Nm
Μετάδοση: Αυτόματο 9 σχέσεων, στους πίσω τροχούς
Επιδόσεις: 7,3 δλ. 0-100 χλμ./ώρα, 246 χλμ./ώρα τελική ταχύτητα
Κατανάλωση-Εκπομπές CO2: 7,2 – 6,3 λτ./100 χλμ., από 146 γρ./χλμ.
Διαστάσεις (Μήκος/Πλάτος/Ύψος): 4.751/1.820/1.437 χλστ., 2.865 χλστ. μεταξόνιο
Βάρος: 1.650 κιλά
Χώρος αποσκευών: 455 λτ.
Τιμή-Τέλη κυκλοφορίας: 51.200 ευρώ – 102.20 ευρώ